-
1 часть
часть ж .1) το μέρος· το τμήμα (участок)· το κομμάτι (кусок)· \частьи тела τα μέρη του σώματος· большая \часть το μεγαλύτερο μέρος; составные \частьи τα συστατικά μέρη; \частьи света τα μέρη του κόσμου; запасные \частьи τα ανταλλακτικά 2) (отдел) το τμήμα, ο τομέας 3) воен. η μονάδα, το τμήμα ◇ \частьи речи τα μέρη του λόγου; по большей \частьи συνήθως, κατά το πλείστο* * *жчасти те́ла — τα μέρη του σώματος
бо́льшая часть — το μεγαλύτερο μέρος
составны́е части — ή τα συστατικά μέρη
части све́та — τα μέρη του κόσμου
запасны́е части — τα ανταλλακτικά
2) ( отдел) το τμήμα, ο τομέας3) воен. η μονάδα, το τμήμα••части ре́чи — τα μέρη του λόγου
по бо́льшей части — συνήθως, κατά το πλείστο
-
2 запасной
запасной εφεδρικός \запасной игрок спорт, о εφεδρικός παίχτης \запаснойые части τα ανταλλακτικά* * *запасно́й игро́к — спорт. ο εφεδρικός παίχτης
запасны́е ча́сти — τα ανταλλακτικά
-
3 запасной
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запасной
-
4 запасный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запасный
-
5 запасной
запаси||ой1. прил ἐφεδρικός:\запасной путь ἡ ἐφεδρική σιδηροδρομική γραμμή· \запасной выход ἡ ἐξοδος κινδύνου· \запаснойые части τά ἀνταλλακτικά, τά ἐξαρτήματα·2. прил воен. ἐφεδρος, τῆς ἐφεδρείας, ἐφεδρικός:\запасной батальон τό ἐφεδρικό τάγμα·3. м воен. ὁ ἔφεδρος. -
6 запасной
κ. запасныйεπ.1. εφεδρικός•-экземпляр εφεδρικό αντίτυπο•
-ые части ανταλλακτικά•
-ой выход έξοδος κινδύνου•
путь εφεδρική σιδηρ. γραμμή•
запасной ые лошади άλογα ταχυδρομικού σταθμού.
2. (στρατ.) έφεδρος, εφεδρικός. || ουσ. α. έφεδρος.